μουσκέτο

μουσκέτο
τό
1) мушкет; 2) расстрел

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μουσκέτο" в других словарях:

  • μουσκέτο — το φορητό εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο τού 16ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moschetto] …   Dictionary of Greek

  • μουσκέτο — το (λ. ιταλ.), είδος παλιού πυροβόλου όπλου που γέμιζε από μπροστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσκετάρω — [μουσκέτο] σκοτώνω κάποιον με μουσκέτο …   Dictionary of Greek

  • μοσκέτο — και μουσκέτο, το 1. φορητό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη, κατά κανόνα εμπροσθογεμές, πρόδρομος τού τυφεκίου 2. θανατική εκτέλεση με τουφεκισμό («αυτός χρειάζεται μουσκέτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheto < αρχ. ιταλ. moschetto, moschetta «βέλος… …   Dictionary of Greek

  • αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… …   Dictionary of Greek

  • μοσκετόνι — το μεγάλο μουσκέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheton < αρχ. ιταλ. moschettone < ιταλ. moschetto] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»